νωρεῖ

Revision as of 06:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἐνεργεῖ, Hsch. νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.

Greek (Liddell-Scott)

νωρεῖ: «ἐνεργεῖ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νωρεῑ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ- της ΙΕ ρίζας -ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu -eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει συνδεθεί με τη λ. άνήρ με την έννοια του άντρα που ενεργεί. Απορίες, ωστόσο, γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα -ner, δηλ. το ἀνήρ και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό φωνήεν α-, φωνήεν που δεν εμφανίζεται στο νωρεῖ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: ἐνεργεῖ
Etymology: One compared Lith. nóras will and nóriu, norė́ti will.