λυρῳδός

Revision as of 14:21, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

English (LSJ)

   A v. λυραοιδός.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. λυραοιδός.

Greek Monolingual

λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].

Greek Monotonic

λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.

Russian (Dvoretsky)

λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.