ἀντιπολιτεία

Revision as of 20:10, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ἡ,

   A political opposition, τινὶ πρός τινα Plb.20.5.5, cf. Plu.Caes.11.    II in pl., opposite parties, Plb.11.25.5.

German (Pape)

[Seite 259] ἡ, entgegengesetzte Ansicht über Staatsverfassung, Pol. 20, 5; entgegengesetzte Partei im Staate, 11, 25; Plut. Caes. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολῑτεία: ἡ, ἀντιπολίτευσις, διὸ καὶ μεγάλην ἀντιπολιτείαν εἶναι συνέβαινε τούτοις πρὸς τοὺς περὶ τὸν ... Πολύβ. 20. 5, 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀντιμαχόμεναι φατρίαι, ὁ αὐτ. 11. 25, 5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 oposición política πρὸς Πομπήϊον Plu.Caes.11, cf. Plb.20.5.5, IG 10(2).255.8, 15.
2 plu. partidos opuestos ἀ. καὶ στάσεις Plb.11.25.5.

Greek Monolingual

ἀντιπολιτεία, η (Α)
1. πολιτική αντίθεση, αντιπολίτευση
2. στον πληθ. αἱ ἀντιπολιτεῑαι
αντιμαχόμενες παρατάξεις, φατρίες.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολῑτεία:
1) противоположная или враждебная политическая программа или деятельность Polyb., Plut.;
2) pl. политические партии Polyb.