αντιπολίτευση
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η
1. πολιτική ή κομματική αντίθεση, αντίδραση κατά της πολιτικής της κυβέρνησης
2. συνεκδ. αντίπραξη, εναντίωση
3. το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης κόμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπολιτεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].