αντιπολίτευση
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
η
1. πολιτική ή κομματική αντίθεση, αντίδραση κατά της πολιτικής της κυβέρνησης
2. συνεκδ. αντίπραξη, εναντίωση
3. το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης κόμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπολιτεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].