κεντρίς

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = διψάς 11.1, Ael.NA6.51.

German (Pape)

[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίς: -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἴδε κεντρίνης ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.

Greek Monolingual

κεντρίς, ἡ (Α) κέντρον
δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς.