(I)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.(II)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).