κατάλυπος

Revision as of 14:15, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῡπος: -ον, Βοιωτ. ἀντὶ κατάλοιπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 17.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
πολύ λυπημένος, θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ-λυπος, περί-λυπος].
(II)
κατάλυπος, -ον (Α)
(βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω του μονοφθογγισμού της διφθόγγου oi, του κατάλοιπος.