κατάλυπος
Greek (Liddell-Scott)
κατάλῡπος: -ον, Βοιωτ. ἀντὶ κατάλοιπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 17.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
πολύ λυπημένος, θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ-λυπος, περί-λυπος].
(II)
κατάλυπος, -ον (Α)
(βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω του μονοφθογγισμού της διφθόγγου oi, του κατάλοιπος.