σάλιο

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜ
υδαρές και ιξώδες υγρό που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική κοιλότητα, ο σίελος
νεοελλ.
φρ. α) «δεν έχω σάλιο»
μτφ. είμαι εντελώς απένταρος
β) «τρέχουν τα σάλια του»
μτφ. λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει κάτι
γ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη λόγια, ανοησίες, σαλιαρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σάλιο έχει προέλθει από το αρχ. σίαλον (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σιάλιον) με αποβολή του -ι-, πρβλ. σαγόνι: σιαγόνιον, ψαθί: ψιάθιον.
(II)
το, Ν
ναυτ. βλ. σάλι (ΙΙ).