πιθανολόγος

Revision as of 13:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A speaking persuasively, Sch.Ar.Ra.91.

German (Pape)

[Seite 613] so sprechend, daß man wahrscheinlich macht, Schol. Ar. Th. 468.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθᾰνολόγος: -ον, ὁ οὕτω λαλῶν ὥστε νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle de manière à persuader, persuasif.
Étymologie: πιθανός, λέγω³.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που με τον λόγο καθιστά κάτι πιθανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λόγος].

Greek Monotonic

πῐθᾰνολόγος: (λέγω) , αυτός που μιλά με στόχο να πείσει.

Russian (Dvoretsky)

πῐθᾰνολόγος: убедительно доказывающий, внушающий доверие Luc.

Middle Liddell

πῐθᾰνο-λόγος, ον, λέγω
speaking so as to persuade.