λυσίζωνος

Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον, of a soldier,

   A unequipped, ungirded, unarmed, Polyaen.8.24.3.    II loosing the zone, i.e. ceasing to be a maid, Hsch., Suid.: hence as epith. of Eileithyia and Artemis, who assisted women in travail, Theoc.17.60, Corn.ND34, Orph.H.2.7, 36.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίζωνος: -ον, ἐπὶ στρατιώτου, ὁ καταθεὶς τὴν πανοπλίαν, ἄνευ ζώνης, ἄοπλος, Λατ. discintus, Σεβαστὸς τοὺς ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτόντας ἐκέλευε πρὸ τοῦ στρατηγείου λυσιζώνους ἑστάναι Πολύαιν. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡ λύσασα τὴν ζώνην, «γυνή, ἥτις ἐνυμφεύθη» Ἡσύχ., «ἡ ἀνδρὶ πλησιάσασα» Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος εἰς ἣν αἱ παρθένοι αἱ μέλλουσαι νὰ ἔλθωσιν εἰς μῖξιν μετ’ ἀνδρὸς ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας, καὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἥτις ἐβοήθει τὰς ὠδινούσας γυναῖκας, Σουΐδ., Θεόκρ. 17. 60, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assiste les femmes en couche (Artémis ou Eileithyia).
Étymologie: λύω, ζώνη.

Greek Monolingual

λυσίζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που λύνει τη ζώνη
2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι
3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος
α) επίκληση της Αρτέμιδος
β) επίκληση της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, καλλίζωνος].

Greek Monotonic

λῡσίζωνος: [ῐ], -ον (ζώνη), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την ζώνη, άοπλος, επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίζωνος: развязывающая пояс, т. е. разрешающая от бремени (Εἰλείθυια Theocr.).

Middle Liddell

λῡσί-ζωνος, ον ζώνη
loosing the zone, epith. of Eileithyia, who assisted women in travail, Theocr.