ἐγκατάληψις

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις).    2 concept ( = κατάληψις), Gal.14.685, cf. 19.350.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάληψις: -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, αἰχμαλώτισις, Θουκ. 5. 72· ἡ ἐπίσχεσις τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε (ἔνθα ὅμωςἔννοια ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν ἐγκατάλειψις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de cerner, d’enfermer.
Étymologie: ἐγκαταλαμβάνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): -λημψ- Gloss.3.600
1 captura, apresamiento de pers. Th.5.72
fig. captación, aprehensión τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐγκαταλήψεων Gal.14.685, 19.350.
2 medic. retención, obstrucción de la orina, Hp.Epid.6.2.7, sinón. de ἐμπύημα y μεσόπλευρον Gloss.l.c.

Greek Monolingual

ἐγκατάληψις, η (Α)
σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση.

Greek Monotonic

ἐγκατάληψις: -εως, ἡ, αιχμαλώτιση σ' ένα μέρος, αιχμαλωσία, σύλληψη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατάληψις: εως ἡ захват(ывание), пленение Thuc.

Middle Liddell

ἐγ-κατάληψις, εως
a being caught in a place, a being hemmed in, interception, Thuc.