ους, ουν :qui charme l’esprit ou le cœur.Étymologie: θέλγω, νοῦς.
θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, μικρό-νους].
θελξί-νους, ουνcharming the heart, Anth.