πικρίζω

Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37 ; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.

German (Pape)

[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.

French (Bailly abrégé)

avoir un goût d’amertume.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.

Greek Monotonic

πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.

Middle Liddell

πικρίζω, fut. -σω πικρός
to be or taste bitter, Strab.