γλυκύδακρυς

Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

υ,

   A shedding sweet tears, Ἔρως AP7.419 (Mel.), 12.167 (Id.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύδακρυς: υ, ὁ γλυκέα δάκρυα κινῶν, ἔρως Ἀνθ. Π. 7. 419., 12. 167.

Spanish (DGE)

(γλῠκύδακρυς) -υ

• Prosodia: [-ῠ-]
que hace derramar dulces lágrimas Ἔρως AP 7.419, 12.167 (Mel.).

Greek Monolingual

γλυκύδακρυς, -υ (Α)
αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).

Greek Monotonic

γλῠκύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύδακρυς: υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы (Ἔρως Anth.).

Middle Liddell

δάκρυ
causing sweet tears, Anth.