διέκροος

Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ὁ,

   A passage for the stream to escape, Hdt.7.129.

German (Pape)

[Seite 618] ὁ, das Durch- u. Herausfließen, Her. 7, 129.

Greek (Liddell-Scott)

διέκροος: ὁ, δίοδος, δι’ ἧς ἐκρέει τι, Ἡρόδ. 7. 129.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
conduit d’écoulement.
Étymologie: διά, ἐκρέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ conducto de salida al mar, desembocadura Hdt.7.129.

Greek Monotonic

διέκροος: ὁ, δίοδος από την οποία μπορεί να διαφεύγει το υδάτινο ρεύμα, εκροή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διέκροος: ὁ канал для оттока, выход для воды Her.

Middle Liddell

n
a passage for the stream to escape, Hdt.