ὠκύτης

Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ητος, Dor. ὤκυ-τας, ἡ,

   A swiftness, fleetness, Pi.P.11.50, E.Ba.1090, Pl.Ax.364c, Arr.An.1.1.13, Hippodam. ap. Stob.4.39.26; ὠ. ψυχῆς Onos.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτης, ὀξύτης, σπουδή, Πινδ. Π. 11. 75, Εὐρ. Βάκχ. 1090· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364C, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 17, Τακτ. 44, Γαλην. τ. 4, σ. 126, 9, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
vitesse, agilité, promptitude.
Étymologie: ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτητα, γρηγοράδα, οξύτητα, βιασύνη, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύτης: ητος (ῠ) ἡ быстрота, скорость Pind., Eur. etc.

Middle Liddell

ὠκύτης, ητος, ἡ,
quickness, swiftness, fleetness, speed, Pind., Eur.