ἀντεκπλέω

Revision as of 14:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.

German (Pape)

[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.

French (Bailly abrégé)

mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.

Spanish (DGE)

hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
abs., Plu.Lys.10.

Greek Monolingual

ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).

Middle Liddell

to sail out against, τινί Thuc.