ἀκρομανής

Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A on the verge of madness, somewhat mad (cf. ἀκράχολος, ἀκροθώραξ), οὐ φρενήρης ἀ. τε Hdt.5.42.

German (Pape)

[Seite 84] ές, höchst wahnsinnig, Her. 5, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρομᾰνής: -ές, ὁ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς μανίας, κἄπως μαινόμενος (πρβλ. ἀκράχολος, ἀκροθώραξ), οὐ φρενήρης ἀκρ. τε, Ἡρόδ. 5. 42.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sur la limite de la folie, presque fou.
Étymologie: ἄκρος, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

-ές medio loco Κλεομένης Hdt.5.42.

Greek Monolingual

ἀκρομανής, -ές (Α)
1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα της παραφροσύνης, της τρέλας
2. κάπως τρελός, τρελούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -μανής < ἐμάνην < μαίνομαι.

Greek Monotonic

ἀκρομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο χείλος της μανίας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρομᾰνής: помешанный, сумасшедший Her.

Middle Liddell

μαίνομαι
on the verge of madness, Hdt.