ἀκρομανής
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ἀκρομανές, on the verge of madness, somewhat mad (cf. ἀκράχολος, ἀκροθώραξ), οὐ φρενήρης ἀ. τε Hdt.5.42.
Spanish (DGE)
-ές medio loco Κλεομένης Hdt.5.42.
German (Pape)
[Seite 84] ές, höchst wahnsinnig, Her. 5, 42.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sur la limite de la folie, presque fou.
Étymologie: ἄκρος, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρομᾰνής: помешанный, сумасшедший Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρομᾰνής: -ές, ὁ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς μανίας, κἄπως μαινόμενος (πρβλ. ἀκράχολος, ἀκροθώραξ), οὐ φρενήρης ἀκρ. τε, Ἡρόδ. 5. 42.
Greek Monolingual
ἀκρομανής, -ές (Α)
1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα της παραφροσύνης, της τρέλας
2. κάπως τρελός, τρελούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -μανής < ἐμάνην < μαίνομαι.
Greek Monotonic
ἀκρομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο χείλος της μανίας, σε Ηρόδ.