ἀμφιποτάομαι

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A fly round and round, of a bird, ἀμφεποτᾶτο Il. 2.315, cf. Sapph.Supp.14.4, Q.S.5.12.

German (Pape)

[Seite 142] umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιποτάομαι: ἀποθ., περιίπταμαι, ἐπὶ πτηνοῦ, ἀμφεποτᾶτο Ἰλ. Β. 315.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ sg. ἀμφεποτᾶτο;
voltiger autour.
Étymologie: ἀμφί, ποτάομαι.

English (Autenrieth)

flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno ade aves μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκνα Il.2.315, del deseo πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλαν Sapph.l.c.
abs. ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντο Q.S.5.12.

Greek Monolingual

ἀμφιποτάομαι (Α)
(για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ποτάομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιποτάομαι: αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιποτάομαι: (о птице) порхать или носиться вокруг, кружиться Hom.

Middle Liddell

Dep. to fly round and round, Il.