ἀνάγνωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A recognition, Hdt.1.116. 2 reading, Pl.Euthd.279e, Arist.Po.1462a17 (prob. l.), Rh.1414a18, etc.: pl., Aristeas 283. b reading aloud, Hp.Vict.2.61, Sor.1.49, Act.Ap.13.15, SIG959.8 (Chios), D.T.642.11: in pl., public readings, Pl.Lg.81ce; -ώσεις τῷ θεῷ ποιούμενος BCH31.351 (Delos). II Gramm., in textual criticism, reading, ἡ Ἀριστάρχειος ἀ. A.D.Synt.164.2. III = πραγματεία, Olymp. in Mete.3.34. IV persuasion, Suid. (misunderstanding Hdt.1.116).
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, 1) das Erkennen, Her. 1, 116, Wiedererkennen. – 2) das Lesen, Plat. Euthyd. 279 e u. Folgde. – 3) das Ueberreden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγνωσις: -εως, ἡ, ὅμ. τῷ ἀναγνώρισις, Ἡρόδ. 1. 116. 2) ἀνάγνωσις, ὡς καὶ νῦν, κοιν. «διάβασμα», Πλάτ. Εὐθύδ. 279Ε, Νόμ. 810Ε: - ἡ πρὸς τὴν ἀνάγνωσιν ἀγάπη, μελέτη, Πλούτ. 2. 604D: - κατὰ πληθ. λειτουργικαὶ ἀναγνώσεις, περικοπαὶ τῶν Γραφῶν, Ἐκκλ. ΙΙ. «ἀνάπεισις» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de reconnaître;
2 lecture, récitation.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I reconocimiento τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ Hdt.1.116.
II 1lectura en voz alta según la costumbre en la antigüedad ὁκόσοι δὲ πόνοι φωνῆς, ἢ λέξιες ἢ ἀναγνώσιες ἢ ᾠδαὶ ... κινέουσι τὴν ψυχήν Hp.Vict.2.61, περὶ γραμμάτων γραφῆς τε καὶ ἀναγνώσεως Pl.Euthd.279e, (ἡ τραγῳδία) τὸ ἐναργὲς ἔχει καὶ ἐν τῇ ἀ. Arist.Po.1462a17, cf. D.T.629.12, como parte de una vida perfecta ἀναγνώσιες δὲ καὶ μελέται Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.554)
•lectura pública πολυηκόους τ' ἐν ταῖς ἀ. ποιοῦντας καὶ πολυμαθεῖς Pl.Lg.810e, τοῖς τ' ἀκούουσιν ... ἀνωφελὴς ἂν ἐκ τῆς ἀ. κρίνοιτο χρεία Plb.1.57.3, cf. Plu.2.14e, D.C.43.11.3, LXX 1Es.9.48, SIG 959.8 (Quíos), IG 11(4).618.8 (Delos), POxy.2417.8 (III a.C.), Herm.Vis.1.4.2
•lectura privada πρόσεχε τῇ ἀ., τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ 1Ep.Ti.4.13, cf. Luc.VH 1.1, Plu.2.604d, Ph.1.91.
2 obra, tratado Olymp.in Mete.3.34
•de la Sagrada Escritura A.Mart.25.2.2
•pasaje Origenes Comm.in Eph.1.9.
3 en crít. text. lección, lectura de un pasaje o palabra ἡ Ἀριστάρχειος ἀ. A.D.Synt.164.2.
English (Strong)
from ἀναγινώσκω; (the act of) reading: reading.
English (Thayer)
(εως, ἡ (ἀναγινώσκω, which see);
a. a knowing again, owning.
b. reading (from Plato on): מִקרָא.)
Greek Monotonic
ἀνάγνωσις: -εως, ἡ,
1. αναγνώριση, σε Ηρόδ.
2. διάβασμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγνωσις: εως ἡ
1) Her. = ἀναγνώρισις;
2) чтение Plat.
Middle Liddell
1. recognition, Hdt.
2. reading, Plat.