Ἀριστάρχειος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀριστάρχειος Medium diacritics: Ἀριστάρχειος Low diacritics: Αριστάρχειος Capitals: ΑΡΙΣΤΑΡΧΕΙΟΣ
Transliteration A: Aristárcheios Transliteration B: Aristarcheios Transliteration C: Aristarcheios Beta Code: *)arista/rxeios

English (LSJ)

α, ον, of Aristarchus (the critic), Str.2.3.8; αἱ Ἀ. (sc. ἐκδόσεις) Sch.Il. Oxy.221 iv 22, xi 15.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
aristarqueo, de Aristarco (el Gramático) ἐπὶ τῆς Ἀρισταρχείου (γραφῆς) Str.2.3.8, cf. EM 775.45G.
οἱ Ἀ. los aristarqueos gramáticos de la escuela de Aristarco, Herodicus SHell.494.1, Sch.Il.1.591.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀριστάρχειος: -α, -ον, ὁ τοῦ Ἀριστάρχου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἀρίσταρχον (τὸν κριτικὸν) Στράβ. 103.

Greek Monolingual

Αριστάρχειος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Αρίσταρχο.