ἀνοιστρέω

Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A goad to madness, E.Ba.979; ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιστρέω: ἐμβάλλω εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, ἐξεγείρω μέχρι βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aiguillonner, càd transporter d’une fureur divine.
Étymologie: ἀνά, οἶστρος.

Spanish (DGE)

fig. aguijonear νιν a Dioniso, E.Ba.979, αὐτήν a un leopardo, Philostr.VA 2.2, c. dat. instrum. κέντρῳ ... Ἰούδαν Nonn.Par.Eu.Io.13.2, παῖδας ... κυδοιμῷ Nonn.D.48.14, v. pas. ἔρωτι ... ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.

Greek Monotonic

ἀνοιστρέω: μέλ. -ήσω, εμβάλλω σε βακχικό οίστρο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιστρέω: возбуждать, приводить в исступление, натравливать (τινα ἐπί τινα Eur.).

Middle Liddell

to goad to madness, Eur.