βαθύβουλος

Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A deep-counselling, φροντίς A.Pers.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 424] φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.

Greek (Liddell-Scott)

βαθύβουλος: -ον, ἔχων βαθείας βουλάς, Αἰσχ. Πέρσ. 142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées profondes.
Étymologie: βαθύς, βουλή.

Spanish (DGE)

(βᾰθύβουλος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que reflexiona profundamente φροντίς A.Pers.142.

Greek Monolingual

βαθύβουλος, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)].

Russian (Dvoretsky)

βαθύβουλος: глубокомысленный, проницательный (φροντίς Aesch.).

Middle Liddell

βουλή
deep-counselling, Aesch.