δασύθριξ

Revision as of 20:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

German (Pape)

[Seite 524] τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113);δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, ὁ πυκνόθριξ, ὁ πλήρης τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)
aux poils épais, velu.
Étymologie: δασύς, θρίξ.

Spanish (DGE)

(δᾰσύθριξ) -τριχος
peludo de anim. τράγος Theoc.7.15, αἴξ Simm.18.1, Nonn.D.48.673, Gp.18.9.4, μῆλα AP 9.136 (Cyrus)
de pers. velludo, peludo Μητροφάνης AP 11.345 (Anon.), δ. γενειάς barba poblada Sch.S.Tr.13P.
fig. δασύτριχα πυρσὸν ἰάλλων lanzando un espesa llamarada de fuego Nonn.D.2.516.

Greek Monolingual

δασύθριξ (-τριχος), ο, η (AM)
ο δασύτριχος.

Greek Monotonic

δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, δασύτριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, λάσιος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύθριξ -τριχος [δασύς, θρίξ] met dichte haarbos.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύθριξ: τρῐχος adj. косматый, шерстистый (τράγος Theocr.; μῆλα Anth.).

Middle Liddell

thick-haired, hairy, Anth.