δοριστέφανος

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.

German (Pape)

[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).

Greek (Liddell-Scott)

δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.

Spanish (DGE)

(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.

Greek Monolingual

δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.

Greek Monotonic

δοριστέφανος: -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριστέφᾰνος: увенчанный боевой славой (Σπάρτα Anth.).

Middle Liddell

δορι-στέφανος, ον adj
crowned for bravery, Anth.