ἔγκαρος

Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ὁ, (κάρ, κάρα)

   A the brain, AP9.519.3 (Alc.), Lyc.1104.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, das Gehirn, vgl. ἐγκάφαλος; Alc. Mess. 14 (IX, 519); Lycophr. 1104.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰρος: ὁ, (κάρ, κάρα) ὁ ἐντὸς τῆς κάρας, κεφαλῆς, μυελός, ὡς τὸ ἐγκέφαλος, Ἀλκαῖος ἐν Ἀνθ. Π. 9. 519, 3, Λυκόφρ. 1104.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cerveau.
Étymologie: ἐν, κάρα.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰρος) -ου, ὁ cerebro, seso ἔγκαρον ἐχθροῦ ἀράξας AP 9.519 (Alc.Mess.), κύπελλον ἐγκάρῳ ῥανεῖ salpicará con su cerebro la tina Lyc.1104.

• Etimología: Comp. de ἐν y κάρα ‘cabeza’, q.u., formado sobre el modelo de ἐγκέφαλος.

Greek Monolingual

ἔγκαρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα στο κεφάλιἔγκαρος... μυελός»).

Greek Monotonic

ἔγκᾰρος: ὁ (κάρ, κάρα), εγκέφαλος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκᾰρος: ὁ Anth. = ἐγκέφαλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: brains (AP, Lyk.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Learned Hypostasis from ἐν and κάρα, κάρη head (s. v.) after ἐγκέφαλος : κεφαλή. Cf. ἴγκρος.

Middle Liddell

ἔγ-κᾰρος, ὁ, [κάρ, κάρα
the brain, Anth.