ἑλκεχίτων

Revision as of 21:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ,

   A trailing the tunic, with a long tunic, epith. of the Ionians, Il.13.685, h.Ap.147.

German (Pape)

[Seite 798] ωνος, ὁ, mit langem, nachschleppendem Rocke, Ionier, Il. 13, 685; h. Apoll. 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκεχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ὁ ἕλκων τὸν χιτῶνα, ὁ φορῶν μακρὸν χιτῶνα, ἐπίθ. τῶν Ἰώνων, Ἰάονες ἑλκεχίτωνες Ἰλ. Ν. 685· πρβλ. ποδήρης.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à la tunique traînante.
Étymologie: ἕλκω, χιτών.

English (Autenrieth)

ωνος: with trailing tunic, Il. 13.685†.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ, ἡ

• Prosodia: [-ῐ-]
que arrastra la túnica, de larga túnica epít. de los jonios Il.13.685, h.Ap.147, Τρῳάδες ... γυναῖκες Triph.466, Νύμφαι Nonn.D.14.206, Ἄρτεμις Nonn.D.47.290.

Greek Monolingual

ἑλκεχίτων, ο (Α)
αυτός που φορά μακρύ χιτώνα.

Greek Monotonic

ἑλκεχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, αυτός που σέρνει πίσω του μακρύ χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκεχίτων: ωνος (ῐ) adj. носящий длинный хитон (Ἰάονες Hom., HH).

Middle Liddell

ἑλκε-χί˘των, ωνος,
trailing the tunic, with long tunic, Il.