ἑλκηθμός

Revision as of 21:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ὁ,

   A being carried off, violence suffered, σῆς τε βοῆς σοῦ θ' ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Il.6.465.

German (Pape)

[Seite 798] ὁ, das Gefangengeschleppt-, Gemißhandeltwerden, Il. 6, 465; das Ziehen, Schleppen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκηθμός: ό, ἑλκυσμός, ἀπαγωγή, ἀνδραποδισμός, αἰχμαλωσία, πρὶν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ’ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι Ἰλ. Ζ. 465.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’être entraîné, rapt.
Étymologie: ἑλκέω.

English (Autenrieth)

(ἑλκέω): dragging away into captivity, Il. 6.465†.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de llevarse por la fuerza y con violencia, arrastramiento, desgarramiento πρίν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ' ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι antes de conocer tus gritos y cómo fuiste arrastrada (a la cautividad) Il.6.465, ὑπέφερον ... τοὺς ἀπὸ τῶν θηρίων ἑλκηθμούς ref. los mártires, Eus.HE 5.1.38, cf. Zonar., ἑ.· ὁ βίαιος τῶν γυναικῶν ἑλκυσμός Eust.655.40.
2 sin violencia arrastre, fig. atracción ὁ ἑ. τοῦ ὄντος Gr.Nyss.Eun.3.8.63, cf. 64.

Greek Monolingual

ἑλκηθμός, ο (Α)
βίαιο τράβηγμα για απαγωγή ή αιχμαλωσία.

Greek Monotonic

ἑλκηθμός: ὁ (ἑλκέω), απαγωγή, ανδραποδισμός, αιχμαλωσία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκηθμός: ὁ насильственный увод, пленение Hom.

Middle Liddell

ἑλκηθμός, ὁ, ἑλκέω
a being carried off, violence suffered, Il.