ἐνιππεύω

Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A ride in, χωρίον ἐπιτήδεον ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102.

German (Pape)

[Seite 845] darin reiten; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Her. 6, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιππεύω: ἱππεύω ἔν τινι τόπῳ, καὶ ἦν γὰρ ὁ Μαραθὼν ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Ἡροδ. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval dans.
Étymologie: ἐν, ἱππεύω.

Spanish (DGE)

cabalgar ἐπιτηδεότατον χωρίον ... ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102.

Greek Monolingual

ἐνιππεύω (Α) ιππεύω
ιππεύω σ' έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό («ἐπιτηδεότατον χωρίον ἐνιππεῡσαι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐνιππεύω: μέλ. -σω, ππεύω σε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιππεύω: (где-л.) проезжать на лошадях; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεῦσαι Her. чрезвычайно удобная для конницы равнина.

Middle Liddell

fut. σω
to ride in, Hdt.