ἐνήλικος

Revision as of 21:54, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον, = sq., Sammelb.4638.11 (ii B. C.), IG7.2712.70 (Acraeph.), Plu.Cat.Ma.24, etc.

German (Pape)

[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.

Spanish (DGE)

-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).

Greek Monolingual

-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.

Greek Monotonic

ἐνήλῐκος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήλῐκος: возмужалый, взрослый (παῖς Plut.).

Middle Liddell

ἐνήλῐκος, ον
of age, in the prime of manhood, Plut.