ἐπίπερκνος

Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noirâtre.
Étymologie: ἐπί, περκνός.

Greek Monolingual

ἐπίπερκνος, -ον και ἐπίπερκος, -ον (Α) περκνός
μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]
οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίπερκνος: -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπερκνος: v. l. ἐπί-περκος 2 черноватый, темноватый (λαγώς Xen.).

Middle Liddell

ἐπί-περκνος, ον
somewhat dark, of the colour of certain hares, Xen.