εὐήρυτος

Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον, (ἀρύω A)

   A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).

Middle Liddell

εὐ-ήρῠτος, ον ἀρύω
easy to draw out, Hhymn.