προσευρίσκω

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A find besides, Plb.1.59.6 (Pass.), Ascl.Tact.12.10: simply, find, ὃν . . μόνον π. πιστόν S.El.1352:—Med., Corn.ND19.

German (Pape)

[Seite 763] (s. εὑρίσκω), noch dazu finden; ὃν μόνον προσεῦρον πιστόν, Soph. El. 1344; Pol. 1, 59, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσευρίσκω: εὑρίσκω προσέτι, Πολύβ. 1. 59, 6, κτλ.˙ ἁπλῶς εὑρίσκω, ὅν... μόνον πρ. πιστὸν Σοφ. Ἠλ. 1352.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσεῦρον, etc.
trouver ou imaginer en outre.
Étymologie: πρός, εὑρίσκω.

Greek Monolingual

Α
1. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ακόμη («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ γενναιότητα προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», Πολ.)
2. βρίσκω («ὃν μόνον προσεῡρον πιστόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προσευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσευρίσκω: (aor. 2 προσεῦρον) (еще) находить Polyb.: π. τινά τινα Soph. находить кого-л. кем(каким)-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ευρίσκω erbij vinden.

Middle Liddell

fut. -ευρήσω
to find besides or also, Soph.