συνθρύπτω

Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.

French (Bailly abrégé)

briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.

English (Strong)

from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συνθρύπτω: досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.

Middle Liddell

fut. ψω
to break in pieces: to crush, NTest.