ταριχευτής

Revision as of 01:42, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91.    2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.

Greek Monotonic

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.

Middle Liddell

τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]
an embalmer, of mummies, Hdt.