λυπρόβιος

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A leading a wretched life, Str.7.5.12.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.

Greek Monolingual

λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό-βιος, νυκτερό-βιος].

Greek Monotonic

λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.

Middle Liddell

λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.