λυπρόβιος
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
λυπρόβιον, leading a wretched life, Str.7.5.12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.
Greek Monolingual
λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].
Greek Monotonic
λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.
Middle Liddell
λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.
German (Pape)
kümmerlich lebend, Strab. VII.318.