Λυδίζω
English (LSJ)
A speak Lydian, Hippon. in PSI9.1089.1. II play the Lydian, of Magnes, in reference to his play called Λυδοί, Ar.Eq.523; Λυδίζειν τὴν στολήν Philostr.VA5.32:—in Phot. and Suid. also Λυδιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδίζω: μιμοῦμαι τὸν Λυδόν, φέρομαι ὡς Λυδός, λυδίζων, ἐπὶ τοῦ Μάγνητος ἐν ἀναφορᾷ πρός τινα κωμῳδίαν αὐτοῦ ἐπιγραφομένην Λυδοί, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 523· Λυδίζειν τὴν στολὴν Φιλόστρ. 214. - «Λυδίζω, τὰ Λυδῶν φρονῶ» Σουΐδ.· - παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ὡσαύτως λυδιάζω.
Greek Monotonic
Λῡδίζω: μιμούμαι τον Λυδό, λέγεται για τον Μάγνητο, στην κωμωδία του που ονομάζεται Λυδοί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Λῡδίζω,
to play the Lydian, of Magnes, in reference to his play called Λυδοί, Ar.