νηλεόποινος

Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A punishing ruthlessly, epith. of the Κῆρες, Hes.Th.217.

Greek (Liddell-Scott)

νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.

Greek Monolingual

νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].

Greek Monotonic

νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).

Middle Liddell

νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.