νουνέχεια

Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νουνέχεια: ἡ благоразумие, рассудительность (ν. καὶ ἐπιδεξιότης Polyb.).

Middle Liddell

νουνέχεια, ἡ,
good sense, discretion, Polyb. [from νουνεχής