πάνοιζυς

Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A all-unhappy, ἑστία A.Ch.49 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνοιζυς: υ, γεν. -υος, ὅλως δυστυχής, πανάθλιος, Αἰσχύλ. Χο. 49.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
tout à fait infortuné.
Étymologie: πᾶν, ὀϊζύς.

Greek Monolingual

-υ, Α
πάρα πολύ δυστυχής, αθλιότατος, δυστυχέστατος («ἰὼ πάνοιζυς ἑστία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀϊζύς «αθλιότητα, δυστυχία»].

Greek Monotonic

πάνοιζυς: -υ, γεν. -υος, εντελώς δυστυχισμένος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνοιζυς -υ, gen. -υος [πᾶς, οἰζύς] zeer ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

πάνοιζυς: 2, gen. υος (ᾰ) глубоко несчастный, злополучный, безрадостный (ἑστία Aesch.).

Middle Liddell

πάν-οιζυς, υ,
gen. υος, all-unhappy, Aesch.