παραπρεσβεύω

Revision as of 05:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A execute an embassy faithlessly or dishonestly, D.19.191, SIG167.5 (Mylasa, iv B.C.); πρεσβείαν π. Aeschin.2.94 :—more freq. in Med. παραπρεσβ-εύομαι, Pl.Lg.941a, Isoc.18.22 ; εἰς Αἴγυπτον D.24.127.

Greek (Liddell-Scott)

παραπρεσβεύω: ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα πρεσβευτοῦ ἀπίστως ἢ ἐναντίον τῶν ὁδηγιῶν τῆς πόλεως, Δημ. 401. 4, Αἰσχίν. 40. 31· ―συνηθέστερον ὡς ἀποθ., παραπρεσβεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Ἰσοκρ. 375D· εἰς τόπον Δημ. 740. 17.

French (Bailly abrégé)

prévariquer dans une ambassade;
Moy. παραπρεσβεύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

Α
1. (ενεργ. και μέσ.) κάνω παραπρεσβεία, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή με τρόπο αντίθετο προς τις διαταγές και τα συμφέροντα της πολιτείας μου
2. μτφ. διαφθείρω, παραποιώ.

Greek Monotonic

παραπρεσβεύω: εκτελώ ανέντιμα τα καθήκοντα πρεσβευτή, σε Δημ., Αισχίν.· ομοίως αποθ. παραπρεσβεύομαι, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πρεσβεύω zijn plicht bij het gezantschap verzaken.

Russian (Dvoretsky)

παραπρεσβεύω: тж. med. недобросовестно выполнять посольские обязанности Dem., Plat., Aeschin., Isocr.

Middle Liddell


to execute an embassy dishonestly, Dem., Aeschin.:—so Dep. παραπρεσβεύομαι, Dem.