βούτυρον

Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό,

   A butter, τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, cf. Arist.Fr.636, Plu.2.1109b, LXX Ge. 18.8, Sor.1.86, Dsc.2.72, Edict.Diocl.4.50:—also βούτῡρος, ὁ, Gal.13.527.    II a plant, Hsch.; ὄζει ὁ τόπος β. Ath.9.395a.

German (Pape)

[Seite 460] (nach Plin. H. N. 28, 9 scythisch), τό, Butter, Medic. Bei Plut. adv. Col. 4 eine Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

βούτῡρον: τό, (βοῦς, τυρός), τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Ἱππ. 508. 46, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 593· παρὰ Γαλην. ὡσαύτως βούτῡρος, ὁ. Ἐκ τοῦ Πλιν. 11. 96., 28. 46, φαίνεται ὅτι ἡ χρῆσις τοῦ βουτύρου ὡς στοιχείου τροφῆς παρελήφθη ἐκ τῶν βορείων λαῶν. ΙΙ. τὸ ἄρσεν. σημαίνει και εἶδός τι φυτοῦ, Ἀθήν. 395, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 beurre;
2 sorte d’onguent.
Étymologie: βοῦς, τυρός.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): βούτυρος, ὁ Gal.13.11
nata y, elaborada, mantequilla τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, Arist.Fr.636, LXX Ge.18.8, Id.5.25, καὶ μέλι καὶ β. LXX 2Re.17.29, Cat.Cod.Astr.12.137, cf. Plu.2.1109b, anón. medic. en PSI 1180.60, Gal.l.c., Sor.64.9, Dsc.2.72, DP 4.50, PRyl.713re.2, ue.5 (IV d.C.), Olymp.Iob 29.6.

Russian (Dvoretsky)

βούτῡρον: τό
1) (животное) масло Arst.;
2) мазь Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: butter (Hp.).
Other forms: Also βούτυρος (Gal.), after τυρός.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and τυρός, cf. βούσταθμον (: σταθμός). From βούτυρον Lat. būtyrum, from where OHG butera etc. - Schrader-Nehring Reallex. 1, 177f., Olck P.-W. 3, 1089ff.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούτυρον -ου, τό βοῦς, τυρός boter.