βούτυρος
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
English (LSJ)
ὁ, Gal. 13.527. a plant, Hsch.; ὄζει ὁ τόπος β. Ath. 9.395a.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot., cierta planta olorosa πολυφόρος δὲ ἡ χώρα σίτου ... καὶ βουτύρου Peripl.M.Rubri 41, ὄζει πᾶς ὁ τόπος β. Ath.395a, cf. Dionysius en Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, eine Pflanze, Hesysch.; vgl. Ath. IX, 395 a.