Παιηόνιος
English (LSJ)
α, ον,
A healing, like Παιώνιος, APl.4.270 (Magnus):— fem. Παιηονίς, ίδος, v. l. for παιωνιάς, AP11.382.6 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
Παιηόνιος: -α, -ον, ἰώμενος, θεραπεύων, ὡς τὸ Παιώνιος, Ἀνθ. Πλαν. 270· θηλυκ. Παιηονίς, ίδος, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ παιωνιάς, Ἀνθ. Π. 11. 382, 6.
Greek Monolingual
Παιηόνιος, -ία, -ον, θηλ. και Παιηονίς, -ίδος (Α) Παιήων, -ονος]]
αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής.
Greek Monotonic
Παιηόνιος: -α, -ον, θεραπευτής, όπως το Παιώνιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
Παιηόνιος, η, ον
healing, like Παιώνιος, Anth. [from παιήσω, f. of παίω