ψητός

Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ψηστός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει ψηθεί, ψημένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ψητό
α) κρέας ψημένο σε ψησταριά ή σε φούρνο («ψητό με πατάτες»)
β) μτφ. το κυριότερο σημείο, η ουσία («άσε τις λεπτομέρειες και έλα στο ψητό»)
3. φρ. «βαράει ίσα στο ψητό»
i) θίγει απευθείας το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης
ii) φροντίζει για προσωπικό του όφειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑψητός < ἕψω «ψήνω». Ο τ. ψηστός < θ. αορ. έψησα].