ψησταριά

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. συσκευή για το ψήσιμο κρέατος
2. συνεκδ. ταβέρνα όπου ψήνεται και σερβίρεται κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. -αριά (πρβλ. ζυγαριά)].