λιμνήσιος

Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιμνήσιος, -ία, -ον)
λίμνη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος
ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ λιμνησία και τὸ λιμνήσιον
το λεπτό αλάτι που είναι κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, η αδάρκη
3. το ουδ. ως ουσ. το φυτό κενταύριο.