γλάστρα

Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
πήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα > γράστα (με μετάθεση του -ρ-) > γράστρα (με συμφυρμό) > γλάστρα (με ανομοίωση)].