ηπήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα > γράστα (με μετάθεση του -ρ-) > γράστρα (με συμφυρμό) > γλάστρα (με ανομοίωση)].